πνευμονικά

πνευμονικά
τα, Ν
ζωολ. παλαιότερη ονομασία τάξης γαστερόποδων μαλακίων, αντίστοιχη με τη σημερινή υφομοταξία τών πνευμονοφόρων, αλλ. πνευμονοειδή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πνευμονοκονιώσεις — Πνευμονικά νοσήματα που οφείλονται στην εισπνοή σκόνης. Στις κυψελίδες του πνεύμονα συγκρατούνται τα στερεά σωματίδια που έχουν διάμετρο μεταξύ 0,5 και 1 μικρού ή μικρότερη των 0,2 του μικρού· όταν αυτά τα σωματίδια ξεπεράσουν το τοίχωμα των… …   Dictionary of Greek

  • εμβολή — Απόφραξη αιμοφόρου αγγείου από έμβολο που μπορεί να είναι στερεό, υγρό και αέριο και έχει μεταφερθεί στη θέση αυτή με την κυκλοφορία του αίματος, σε αντίθεση με τη θρόμβωση, όπου ο θρόμβος σχηματίστηκε στη θέση της απόφραξης. Τα στερεά έμβολα τις …   Dictionary of Greek

  • λόβιο — και λοβίο και λουβί, το (Α λόβιον, Μ λοβί[ο]ν και λουβί[ο]ν) [λοβός] μικρός λοβός νεοελλ. 1. υποδιαίρεση, τμήμα ενός λοβού 2. φρ. «ηπατικά, πνευμονικά, νεφρικά λόβια» μικρές ιστολογικές μονάδες που το σύνολό τους σχηματίζει το ήπαρ, τους… …   Dictionary of Greek

  • μεσοθωράκιο — Χώρος της θωρακικής κοιλότητας που ορίζεται πλάγια από τους πνεύμονες με τις αντίστοιχες πλευρές, πίσω από τη σπονδυλική στήλη, μπροστά από το στέρνο και κάτω από το διάφραγμα· προς τα πάνω συνεχίζεται στις κοιλότητες του λαιμού. Η σημαντικότητα… …   Dictionary of Greek

  • πνευμονικός — ή, ό / πνευμονικός, ή, όν ΝΜΑ [πνεύμων, ονος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους πνεύμονες και αφορά ανατομικό σχηματισμό, λειτουργία ή νόσο (α. «πνευμονική φυματίωση» β. «πλήρωσις τοῡ τόπου τοῡ πνευμονικοῡ», Αριστοτ.) νεοελλ. φρ. α)… …   Dictionary of Greek

  • πνευμονοειδή — τα, Ν τα πνευμονικά …   Dictionary of Greek

  • Μπάρναρντ, Κρίστιαν — (Christiaan Barnard, 1922 – 2001). Νοτιοαφρικανός γιατρός. Το 1946 πήρε το δίπλωμα της ιατρικής. Αρχικά ειδικεύτηκε στα πνευμονικά νοσήματα. Το 1953 έγραψε διδακτορική διατριβή, που αναφερόταν στη φυματιώδη μηνιγγίτιδα. Αργότερα στράφηκε στη… …   Dictionary of Greek

  • παπαγάλοι — Δενδρόβια, κατά το μεγαλύτερο μέρος, πουλιά (ψιττακοί) της τάξης των ψιττακόμορφων, που ταυτίζεται με την οικογένεια των ψιττακιδών. Έχουν ράμφος ισχυρό και γαμψό, του οποίου οι δύο άνισοι βραχίονες είναι καμπυλωτοί με αντίθετη φορά ο καθένας: ο… …   Dictionary of Greek

  • πνεύμονες — Το όργανο στο οποίο εκτελείται η ανταλλαγή αερίων μεταξύ ατμοσφαιρικού αέρα και αίματος. Στον άνθρωπο υπάρχουν δύο π., δεξιός και αριστερός, και καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος τη θωρακικής κοιλότητας. Ο κάθε ένας έχει χονδρικά σχήμα πυραμίδας… …   Dictionary of Greek

  • Σπεράντσας, Στέλιος — Γιατρός και λογοτέχνης (1888 1962). Καταγόταν από τη Σμύρνη, στην Ευαγγελική σχολή της οποίας τελείωσε τις εγκύκλιες σπουδές του. Στη συνέχεια σπούδασε ιατρική και οδοντιατρική στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και στο διάστημα 1933 1935 διατέλεσε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”